Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν

См. также в других словарях:

  • παρατανύω — Α εκτείνω, ξαπλώνω κάτι κοντά ή κατά μήκος ή μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι, παραθέτω («παρὰ δὲ ξεστὴν ἐτάνυσσε τράπεζαν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + τανύω «τεντώνω»] …   Dictionary of Greek

  • τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»